![]()
Σύντομο Ιστορικό Η τοπογραφία της Ι. Μ. Σέλτσου Η Ιερά Μονή Σέλτσου είναι χτισμένη σε μία από τις πιο ορεινές και απροσπέλαστες περιοχές της Ηπείρου, προσιτή, ακόμη και σήμερα, μόνο από το χωριό Πηγές. Στην Ανατολική άκρη του νομού Άρτας, και στην περιοχή που ο ποταμός Αχελώος ή Ασπροπόταμος χωρίζει το νομό αυτό από τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας, υψώνεται το εντυπωσιακό ορεινό συγκρότημα της Φρούσιας, το οποίο έχει σχήμα πετάλου ανοικτού προς τα Θεσσαλικά Άγραφα. Από την ψηλότερη δηλαδή κορυφή της Φρούσιας, τα Στεφάνια (1760 μ.), ξεκινάνε δύο βραχώδεις ράχες, από τις οποίες η μεν βόρεια, που περνάει από την κορυφή Τσούκα (1756 μ.) και καταλήγει κάθετα σχεδόν στον Αχελώο λέγεται από τους ντόπιους ράχη της Φρούσιας, η δε νότια, που περνάει από την κορυφή Κοκκινόλακος ή Νεγκόζη (1750 μ.) και καταλήγει το ίδιο σχεδόν απότομα στον Αχελώο, είναι γνωστή ως ράχη του Φράξου. Ανάμεσα στις δύο αυτές ράχες κατεβαίνει ακόμα πιο απότομα, από τα Στεφάνια στον Αχελώο, η κακοτράχαλη και επικίνδυνη χαράδρα Νεγκόζη ή Νιγκόζι από την οποία πήρε το όνομά της και η ομώνυμη κορυφή της Φρούσιας. Σε μία μικρή επιφάνεια της ράχης του Φράξου, 300 με 400 μέτρα πάνω από την απόκρημνη δεξιά όχθη του Αχελώου, απέναντι από το χωριό Πετρωτό (παλιά Λιάσκοβο) και σε απόσταση 2 ωρών με τα πόδια από το χωριό Πηγές (παλιά Βρεστενίτσα) και το δημόσιο δρόμο Άρτας – Καρδίτσας, είναι χτισμένο το ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου ή Σέλτζου ή της Παναγίας της Σελτσιώτισσας, αφιερωμένο στην "Κοίμηση της Θεοτόκου". Η προσπέλαση της από το χωριό Μεσούντα μέσω της ράχης της Φρούσιας και της χαράδρας Νεγκόζη είναι σχεδόν αδύνατη για τα ζώα και πολύ επικίνδυνη για τους ανθρώπους, ενώ η επικοινωνία της με τα εξίσου απομονωμένα και σε απόκρημνα βουνά κρυμμένα χωριά των Τρικάλων και των Θεσσαλικών Αγράφων γινόταν άλλοτε μόνο από την περίφημη μονότοξη Γέφυρα του Κοράκου – χτίστηκε από τον Αγ. Βησσαρίωνα το 1514 – 1515, αλλά καταστράφηκε από τους αντάρτες το Μάρτιο του 1949 – την οποία αντικατέστησε σήμερα η ομώνυμη τσιμεντένια γέφυρα. Η θρησκευτική φυσιογνωμία της Ι. Μ. Σέλτσου Η Μονή Σέλτσου ανήκε στην Επισκοπή Ραδοβιζίου (Ραδιοβισδίου ή Ραδοβιστίου) η οποία είχε έδρα της το Βελεντζικό (μέχρι το 1830) και μετά τη Λιτζά των Αγράφων (μέχρι το 1881) και ανήκε στη Μητρόπολη Λάρισας. Από το 1881, η περιοχή Ραδοβιζίου (η περιοχή της Άρτας ανάμεσα στην επαρχία του Βάλτου, τα Τζουμέρκα και τον Αχελώο, και μ’ αυτήν και η Μονή Σέλτσου), μετόχι της Μονής Ροβέλιστας, υπάγονται στο νομό και την Ιερά Μητρόπολη Άρτης. Η Μονή εορτάζει στις 23 Αυγούστου, στα "Εννιάμερα της Παναγίας", για να μη συμπίπτει το πανηγύρι της με το πανηγύρι της γειτονικής Μονής Σπηλιάς των Αγράφων που γίνεται στις 15 Αυγούστου. Η Μονή Σέλτσου οφείλει τη φήμη της στην ιστορική μάχη που έγινε στην περιοχή της, τον Απρίλη του 1804, μεταξύ των στρατευμάτων του Αλή Πασά και των Σουλιωτών, και στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των τελευταίων, οι οποίοι, όπως στο Ζάλογγο, προτίμησαν το θάνατο και το γκρέμισμα στον Αχελώο από την αιχμαλωσία και την ατίμωση. Χρονολογία Κτήσεως – Κτήτορες Η κτητορική επιγραφή της Μονής βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο υπέρθυρο της θύρας που οδηγεί από τον κυρίως ναό στο νάρθηκα κάτω από την τοιχογραφία της Κοίμησης της Θεοτόκου.Με μελανά βυζαντινά γράμματα, μικρά και μεγάλα κατά διπλούν και σύνθετο τρόπο αναγράφεται τετράστιχη κτητορική επιγραφή. Σύμφωνα με την επιγραφή η ανέγερση και ιστόρηση του ναού πραγματοποιήθηκαν το έτος 1697 μ.Χ. με συνδρομή και εξόδων των Ιερομόναχων Ρηγηίνου, Βαρθολομαίου, Ζαχαρίου, Αλεξίου, Αλεξίου ιερέως, Ιακώβου, Διονυσίου, του Επισκόπου κυρ Αρσενίου και των «εντιμότατων αρχόντων» κυρ Νίκου και Αποστόλη. Οι τοιχογραφίες του ναού έγιναν από τον Αρτινό Ιερέα Νικόλαο με τα τέκνα του και αποτελούν το μοναδικό ενυπόγραφο έργο του ζωγράφου. Δε γνωρίζουμε εάν ο μήνας Δεκέμβριος ορίζει την αρχή ή το τέλος της ζωγραφικής, κρίνοντας όμως από ανάλογες μεταβυζαντινές επιγραφές στις οποίες η ημερομηνία που υπάρχει σημειώνει την λήξη του έργου μπορούμε να υποθέσουμε ότι και εδώ δηλώνεται το πέρας των εργασιών. Δεν αναγράφεται ποιας επισκοπής ήταν επίσκοπος ο Αρσένιος, αναμφίβολα όμως θα ήταν της επισκοπής Ραδοβιζίου που είχε όρια και στις δυο πλευρές του Αχελώου. Στο Ανατολικό τμήμα του νοτίου χορού, στο ύψος της ζώνης των ολόσωμων αγίων, εικονίζονται σε φυσικό μέγεθος, ολόσωμοι, οι κτήτορες του Μοναστηρίου Καπετάν Νίκος & Καπετάν Αποστόλης. Δεξιά και προς το Ιερό εικονίζεται ο καπετάν Νίκος και αριστερά ο καπετάν Αποστόλης. Φέρουν στην κεφαλή φωτοστέφανο, κρατούν διπλό σταυρό και προσφέρουν το ομοίωμα του ναού στη Θεοτόκο. Το καθολικό του μοναστηριού Από τη διαλυμένη σήμερα Μονή Σέλτσου σώζονται το καθολικό και λίγα μισογκρεμισμένα κελιά στη βόρεια πλευρά του μοναστηριακού χώρου. Ο περίβολος ολόγυρα είναι μέσου ύψους, χτισμένος με την τεχνική της ξερολιθιάς από ακανόνιστες πέτρες χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Το καθολικό της Μονής είναι αθωνίτικου τύπου, μονόκλιτη καμαροσκεπή βασιλική με πλάγιους χορούς, τρίπλευρη εξωτερικά αψίδα και καμαροσκεπή νάρθηκα. Ο κυρίως ναός στεγάζεται κατά το ανατολικό και το δυτικό τμήμα του από κατά μήκος καμάρες ενώ στο κεντρικό τμήμα του από εγκάρσιο σκαφοειδή θόλο, ο οποίος εξωτερικά εμφανίζεται ως ορθογώνιο υπερώο που καλύπτεται με δίκλινη στέγη ενώ στο εσωτερικό του στρογγυλεύονται οι γωνίες και παίρνει τη μορφή τρούλου. Οι τρίπλευροι χοροί που υπάρχουν στις μακρές πλευρές του ναού φτάνουν ως τη στέγη. Στη βορειοδυτική γωνία σώζονται τα θεμέλια ανοικτού οροστώου. Εξωτερικά ο ναός καλύπτεται με δίριχτες στέγες από ντόπιες σχιστόπλακες, ενώ η όλη στέγη παρουσιάζει βαθμιδωτή διάταξη προσδίδοντας στο όλο κτίσμα ποικιλομορφία και χάρη. Ο ναός είναι κτισμένος με πελεκημένους ασβεστόλιθους τοποθετημένους σε κανονικές λίγο-πολύ οριζόντιες ισοδιάστατες στρώσεις με ενδιάμεσες στρώσεις κονιάματος. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται στην τρίπλευρη αψίδα του Ιερού, πάνω από το μονόλοβο παράθυρο σαν επίστεψη τοποθετείται ένα μικρό ημικυκλικό τόξο. Το εσωτερικό του ναού φωτίζουν μικρά και λιγοστά παράθυρα – ανοίγματα στο νότιο και βόρειο τοίχο και στην αψίδα του Ιερού που ανοίχτηκαν πριν γίνουν οι τοιχογραφίες. Η είσοδος στο ναό γίνεται από το βόρειο τοίχο. Μία μικρή ημικυκλική θύρα διαστάσεων 1.70 μ. ύψος και ενός μέτρου πλάτους οδηγεί στο νάρθηκα, ενώ μια άλλη θύρα ίδιων περίπου διαστάσεων οδηγεί στον ανατολικό τοίχο στον κυρίως ναό. Το δάπεδο του ναού διατηρεί την αρχική του πλακόστρωση.
Η Ονομασία
Η Μονή Σέλτσου πήρε το όνομά της, κατά πρώτη εκδοχή σαν τοπωνύμιο Σλαβικό (Σέλτσος) που σημαίνει Οικότοπος, τότε ανθούσε η κτηνοτροφία όπου υπήρχαν εκατοντάδες σπιτοκάλυβα στις πλαγιές και τις χαράδρες της περιοχής, ακόμα συναντάμε το όνομα Σέλτσος στην Ρώσία που σημαίνει κοινότητα υπάρχει και πόλη με την ονομασία Σέλτσος, αλλά και στα Βαλτοσλαβικά της Εσθονίας που σημαίνει σπιτικού ή κοινωνικού, αλλά και στο Παγώνι Αργυροκαστρίου τη Σέλτση, κατά δεύτερη εκδοχή από τον Τούρκο Αχμέτ Σέλτσος ο οποίος επί Τουρκοκρατίας ήταν κάτοικος της Βρεστενίτσας και ιδιοκτήτης της ευρύτερης περιοχής του μοναστηριού. Όταν οι κτήτορες της μονής μετά από όραμα που είδαν ότι πρέπει να κτίσουν το ναό ζήτησαν την άδεια από τον ιδιοκτήτη, εκείνος όχι μόνο δεν πήρε χρήματα για να παραχωρήσει τον τόπο, αλλά βοήθησε κιόλας να πάρουν άδεια για να το κτίσουν από το βεζύρη των Γιαννίνων. Εκδηλώσεις Στις 23 Αυγούστου. (Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου "Εννιάμερα"). -Γιορτάζουμε με ιδιαίτερη λαμπρότητα τον θάνατο της Θεοτόκου, την ταφή, την ανάσταση και τη μετάστασή Της στους ουρανούς. -Ακόμα ο Δήμος Γ. Καραισκάκη σε συνεργασία με την Αδελφότητα Πηγιωτών και το Δήμο Σουλίου διοργανώνει εδώ κάθε χρόνο επταήμερες εκδηλώσεις, τις «Γιορτές Σέλτσου» για τα 500 γυναικόπαιδα που το 1804 έπεσαν από το μοναστήρι στον Αχελώο ποταμό για να γλιτώσουν από τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά. Στις 22,23 Απριλίου (Το ολοκαύτωμα των Σουλιωτών στο Σέλτσο). -Ημέρα μνήμης απο την ιστορική μάχη που έγινε στην περιοχή της, τον Απρίλη του 1804, μεταξύ των στρατευμάτων του Αλή Πασά και των Σουλιωτών. *** Η πρόσβαση γίνεται μόνο από το χωριό Πηγές και απέχει 5,1 χιλιόμετρα βατού χωματόδρομου.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΕΛΤΣΟΥ 1804 Στην περιοχή των Πηγών, και σε απόσταση δύο ωρών με τα πόδια, βρίσκεται και το ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου. Η Μονή Σέλτσου οφείλει τη φήμη της στην ιστορική μάχη που έγινε στην περιοχή της τον Απρίλη του 1804 μεταξύ των στρατευμάτων του Αλή Πασά και των Σουλιωτών, και στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των τελευταίων, οι οποίοι, όπως στο Ζάλογγο, προτίμησαν το θάνατο και το γκρέμισμα στον Αχελώο από την αιχμαλωσία και την ατίμωση. Μετά την παράδοση του Σουλίου στον Αλή Πασά με την συνθήκη στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν κατά τμήματα το Σούλι. ΟΑλή Πασάς παρασπονδώντας διέταξε να κυκλωθούν τα μέρη απ' όπου θα περνούσαν οι οικογένειες, να τις αιχμαλωτίσουν και να τις μεταφέρουν στα Γιάννενα. Η πρώτη ομάδα που κατευθύνονταν προς την Πάργα υπό τις οδηγίες του Φώτη Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου, κάπου 2.οοο άτομα, κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φθάσει στον προορισμό της. Δύο άλλες ομάδες με αρχηγούς τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα κινήθηκαν προς το Ζάλογγο με σκοπό ένα τμήμα αυτών να εγκατασταθεί στη Λάμαρη, πεδιάδα Λούρου και Ζαλόγγου, ενώ το άλλο τμήμα, το πιο πολυάριθμο, μόλις φθάσει εκεί να προχωρήσει στην συνέχεια προς το Βουργαρέλι όπου από το 1800 έχει εγκατασταθεί η οικογένεια των Μποτσαραίων, όταν ο Γεώργιος Μπότσαρης, πατέρας του ΚΊτσου, εγκατέλειψε την περιοχή του Σουλίου και πήρε ως αντάλλαγμα το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Οι οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπισαν και πάλι την μανία των Τουρκοαλβανών τουΑλή. Όταν η κατάσταση έγινε κρίσιμη άλλοι από τους Σουλιώτες έκαναν απελπισμένοι έξοδο και διέφυγαν άλλοι όμως βρήκαν το θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν. Εικοσιδύο γυναίκες και έξι άνδρες στις 18 Δεκεμβρίου προτίμησαν να γκρεμιστούν στο βάραθρο από το ψηλότερο μέρος του βουνού -οι μητέρες εκσφενδόνισαν πρώτα τα παιδιά τους- παρά να πέσουν στα χέρια των εχθρών. Ένα σώμα από 160 Σουλιώτες υπό του Κίτσου Μπότσαρη κατάφερε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών και να φθάσει στο Βουργαρέλι. Μετά την μάχη του Ζαλόγγου ο Αλή Πασάς έστειλε δύναμη 500 στρατιωτών για να συλλάβουν 23 οικογένειες Σουλιωτών οι οποίες διέμεναν στη Ρηνιάσα (περιοχή ανάμεσα στην Πάργα και την Πρέβεζα). Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και άρχισαν χωρίς διάκριση να σκοτώνουν και να αιχμαλωτίζουν. Μια Σουλιώτισσα, η Δέσπω Σέχου, σύναξε όλη τη φαμίλια της στον πύργο του Δημουλά και άρχισε τον πόλεμο στους Τουρκαρβανίτες. Για ν' αποφύγει τη σκλαβιά έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη και ο πύργος με 11 ψυχές σωριάστηκε σε ερείπια. Όταν έφθασε ο Κίτσος Μπότσαρης στο Βουλγαρέλι και πληροφορήθηκε τα παραπάνω γεγονότα, αποφάσισε να εγκαταλείψουν την περιοχή του Βουργαρελίου όπου κινδύνευαν να κυκλωθούν και να υποστούν την τύχη του Ζαλόγγου. Τους συμβούλευσε να βαδίσουν προς την Βρεστενίτσα στην περιοχή των Αγράφων, όπου υπήρχαν φυσικά οχυρές θέσεις. Περί τα τέλη του Δεκέμβρη του 1803 αναχώρησαν από το Βουργαρέλι προς την Βρεστενίτσα 1.148 Σουλιώτες, άνδρες γυναίκες και παιδιά, υπό την αρχηγία του Κίτσου και Νότη Μπότσαρη ενώ συγχρόνως απέστειλαν στα Γιάννενα τον Παλάσκα να διαμαρτυρηθεί στον Αλή Πασά. Ήθελαν έτσι από την μια μεριά να κερδίσουν χρόνο, από την άλλη να έλθουν σε συνεννόηση με τον Αλή για να μπορέσουν να απομακρυνθούν ανενόχλητοι από την Ήπειρο. Ο Αλή Πασάς απάντησε στον Παλάσκα ότι αγνοούσε τα γεγονότα, τον διαβεβαίωσε ότι θα τιμωρήσει τους ενόχους και τον προέτρεψε να πείσει τους Σουλιώτες να μεταβούν στα Γιάννενα όπου κανένα κίνδυνο δεν θα διέτρεχαν. Συγχρόνως όμως διέταξε δύο εμπειροπόλεμους στρατηγούς, τον Άγο Μπουχαρδιάρη ή Βασιαρή και τον Μπεκήρ Τζογαδούρο να ετοιμάσουν σώμα από 5000 Τουρκοαρβανίτες για να καταδιώξουν τους Σουλιώτες. Οι Σουλιώτες μετά από κοπιώδη και μακρά πορεία έφθασαν στην Βρεστενίτσα και περίμεναν τον Παλάσκα. Η άφιξη τον Παλάσκα διέψευσε και τις τελευταίες ελπίδες σωτηρίας. Ο Κίτσος Μπότσαρης έκανε τότε το μοιραίο σφάλμα -για να μην απομακρυνθούν οι Σουλιώτες από τα αρματολίκια Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων που εξουσίαζαν, και στην περιοχή των οποίων είχαν συγκεντρωμένα τρόφιμα, πολεμοφόδια και χρήματα- να οχυρωθεί στη φυσικά οχυρή Μονή Σέλτσου. Η περιοχή του Σέλτσου είναι μεν φυσικά οχυρή θέση, έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται εξόδου διαφυγής όπως η τακτική του πολέμου απαιτεί. Πάντως αποφάσισαν να μείνουν στην περιοχή της Μονής και εάν υπάρχει ανάγκη να αμυνθούν βασιζόμενοι στην πείρα και στην γενναιότητα που είχαν αποκτήσει από τα τόσα χρόνια πολέμου και θέτοντας σε εφαρμογή και εκεί στο Σέλτσο την τακτική που τόσα χρόνια εφάρμοζαν στα βράχια του Σουλίου. Άρχισαν να συγκεντρώνουν τρόφιμα και ζωοτροφές από τις γύρω περιοχές, στο εσωτερικό και στα κελιά της Μονής εγκατέστησαν τα γυναικόπαιδα και τέλος κατασκεύασαν τρία οχυρά στην κορυφογραμμή του Φράξου. Το πρώτο ακριβώς πάνω από το μονοπάτι που οδηγεί από το χωριό Βρεστενίτσα στη Μονή και τα άλλα δύο προς το πάνω μέρος της κορυφογραμμής Φράξου και προς την κορυφή Νεγκόζη. Από τα φυλάκια αυτά, το πρώτο ήταν περισσότερο ενισχυμένο γιατί βρίσκονταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι και λογικά θα δεχόταν τη μεγαλύτερη πίεση των δυνάμεων του Αλή. Την αρχηγία του είχε αναλάβει ο Κίτσος Μπότσαρης που παράλληλα διεύθυνε και την όλη άμυνα των οχυρωμάτων αυτών. Τα δύο άλλα οχυρώματα «Φράξος» και «Προφήτης Ηλίας» φυλάσσονταν από μικρότερες δυνάμεις ανδρών αφού δεν ήταν δυνατή από τα μέρη εκείνα η κατά μέτωπο επίθεση του εχθρού και επειδή οι περιοχές αυτές ήταν καλυμμένες με χιόνια. Υπήρχε και ένα τέταρτο φυλάκιο πάνω από την Μονή και την πλευρά του Νεγκόζη επανδρωμένο με λίγους άνδρες που φύλαγε δύσβατους δρόμους που οδηγούν από την κορυφογραμμή και από την χαράδρα του Νεγκόζη στο μοναστήρι. Εκτός των οχυρωμάτων της γραμμής αυτής οι Σουλιώτες σε απόσταση 400-500 μέτρων από τη Μονή σε χαμηλότερα υψώματα είχαν αναγείρει πρόχειρα φυλάκια δεύτερης αμυντικής ζώνης, επανδρωμένα με τους γηραιότερους των ανδρών και τις γυναίκες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Στο μοναστήρι μαζί με τους Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν και άλλοι (καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους) Έλληνες κάτοικοι του Ραδοβιζίου με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των Σουλιωτών να φτάσει τους 1.400 . Απ' αυτούς ένοπλοι, άνδρες και γυναίκες, ήταν μόνο 500 (360 άνδρες και οι υπόλοιπες γυναίκες). Στις 12 Γενάρη του 1804 οι οχυρωμένοι στη Μονή Σέλτσου Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από 8.000 Τουρκαρβανίτες υπό τους Μπεκήρ Τζογαδούρο, Άγο Μπουχορδάρη ή Βασιάρη, και Βέλη Πασά, καθώς και από τους υπηρετούντες τον Αλή Πασά Έλληνες αρματολούς με τους άνδρες τους, Ζήκο Μίχα και Αλέξη Τζήμα της Λάκκας Λελόβων, Κωνσταντίνο Πουλή των Τζουμέρκων και Δημήτριο Καραΐσκο (τον πατέρα του Γ. Καραϊσκάκη) του Βάλτου. Μετά από μικρή προπαρασκευή τριών ημερών, στις 15 Γενάρη ακολούθησε η πρώτη επίθεση των Τουρκοαλβανών, η οποία αποκρούσθηκε από τους οχυρωμένους στην Μονή του Σέλτσου Σουλιώτες που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ο απολογισμός της πρώτης μάχης ήταν 68 νεκροί Τουρκαλβανοί και 6 Σουλιώτες. Τον κύριο όγκο της επίθεσης δέχθηκε το πρώτο οχυρό. Οι Σουλιώτες του φυλακίου αυτού έμπηξαν στο μέρος εκείνο, σύμβολο της γενναίας αντίστασης και της σιδερένιας θέλησης, ένα σιδερένιο Σταυρό. Από το γεγονός αυτό ονομάσθηκε το μέρος εκείνο «Σιδερένιος» ονομασία που και σήμερα κατέχει η θέση αυτή. Από την πρώτη αυτή αναμέτρηση οι Τούρκοι έλαβαν σκληρό μάθημα και κατανόησαν ότι δεν ήταν δυνατό με βίαιη τακτική και κατά μέτωπο επίθεση να καταλάβουν το Μοναστήρι και άρχισαν πάλι την γνωστή τους τακτική, τον απόκοσμο, περιμένοντας από την πείνα, τον άλλο εχθρό των Σουλιωτών να πετύχει ότι αυτοί δεν μπορούσαν. Ολόκληρο το χειμώνα του 1804 οι Σουλιώτες έμειναν στενά αποκλεισμένοι στο μοναστήρι του Σέλτσου. Στις 20 Απρίλη ο Αλή Πασάς στέλνει και νέες ενισχύσεις και με επιστολή του παραγγέλνει στους στρατηγούς του να ξεπαστρέψουν μια «φούχτα κατσικοκλεφτών» όπως τους αποκαλούσε, εντός δέκα ημερών. Τις επόμενες ημέρες 22,23 Απρίλη του 1804 μετά από τρίμηνη πολιορκία και προδοσία του Γιώργου Κύργιου, ανιψιού του Ζίκου Μίχου -του είχε υποσχεθεί ο Αλή Πασάς το αρματολίκι της Λάκκας εάν τους βοηθούσε να πάρουν το μοναστήρι- μία ομάδα απο 3000 Τουρκοαλβανούς και άλλους 1.200 εφεδρικούς Αλβανούς εξουδετέρωσε την αντίσταση του Φυλακίου «Προφήτης Ηλίας» που βρισκόταν πάνω από τη Μονή Σέλτσου και εισέβαλε στο χώρο του μοναστηριού. Στη φονική και άνιση μάχη που επακολούθησε και γενικεύτηκε με την προσθήκη και άλλων Τουρκαλβανών, άλλοι Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν -όπως ο Νότης Μπότσαρης, η γυναίκα του Χριστίνα και τα παιδιά του Κίτσου Μπότσαρη, Κώστας, Δέσποινα και Αγγελική- και άλλοι,κυρίως γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών γκρεμίστηκαν σε βάραθρο 300 μέτρων, αφήνοντας τα κορμιά τους στον Ασπροπόταμο, αναδεικνύοντας έτσι το μοναστήρι του Σέλτσου σε νέο Ζάλογγο. Σ' αυτούς που προτίμησαν να πνιγούν παρά να αιχμαλωτιστούν από τους Τούρκους ήταν και η όμορφη 10χρονη Λένη Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου (μερικοί υποστηρίζουν πως πρόκειται για την 21χρονη Ελένη Μπότσαρη, κόρη του Νότη και ανιψιά του Κίτσου Μπότσαρη) για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία της οποίας γράφτηκαν πολλά δημοτικά τραγούδια. Το σημείο στο οποίο πήδησε η Λένω Μπότσαρη στον Αχελώο, έμεινε στην ιστορία ως «το πήδημα της καπετάνισσας». Ο Κίτσος Μπότσαρης με το γιό του Μάρκο πολέμησαν τον εχθρό, γλίτωσαν σε μια σπηλιά κρυμμένοι -γνωστή στην περιοχή ως «η Σπηλιά του Κίτσου Μπότσαρη»- και μετά από πολλές περιπέτειες έφθασαν στην Πάργα όπου βρίσκονταν και οι άλλοι Σουλιώτες με τον Φώτη Τζαβέλλα. Ο τελικός απολογισμός από τη μάχη του Σέλτσου και το χαλασμό των Μποτσαραίων ήταν η διάσωση μόνο 80 Σουλιωτών από τους οποίους οι 65 σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες "54" πέρασαν τον Αχελώο σε διάφορα σημεία και κατέφυγαν στ' Άγραφα. Το Σέλτσο κλείνει την τριλογία των θυσιών των Σουλιωτών μακριά από το Κακοσούλι (Ζάλογγο - Ρηνιάσσα - Σέλτσο) που ακολούθησε μετά την συνθηκολόγηση του 1803. Σαν ένα άλλο Ζάλογγο, πιο οδυνηρό όμως από χαμένες ανθρώπινες ψυχές μαρτυρεί ότι ο τόπος ούτε δίνει ούτε αφαιρεί την ανδρεία. • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: • Ι.Μ. ΣΕΛΤΣΟΥ (Αδελφότητα Πηγιωτών Άρτας, 1998), του Αθανασίου Π. Αρκουμάνη.
- Έχουν εκδοθεί τρία βιβλία που μας πληροφορούν για την παραπέρα πορεία των Σουλιωτών του τρίτου τμήματος και την καταστροφή του στο Μοναστήρι του Σέλτσου: 1. Του Ναπολέον Αθαν. Οικονόμου,"ο χαλασμός των Μποτσαραίων στο Σέλτσο" Αθήνα 1965. 2. "Η μάχη του Σέλτσου - χαλασμός των Μποτσαραίων", Αδελφότητα Πηγιωτών Άρτας 1998 Αθανάσιος Αρκουμάνης. 3."Το ολοκαύτωμα των Σουλιωτών στο Σέλτσο", του Αριστείδη Γ. Σχισμένου Αθήνα 2004 εκδόσεις apiroshora.
Για να μάθετε για την Μάχη του Σέλτσου πατήστε εδώ.
Φωτογραφίες ______________________________________________________ |
Σάββατο, 5 Απριλίου 2025
| |||||
Επισκέψεις:
Σχετικά | Copyright Apostolis 2007-2022 | powered by Konnos
|